-
1 εγγύηση
[энгииси] ουσ. Θ. поручительство, гарантия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγγύηση
-
2 залог
залог Iм1. (действие) ἡ ἐνεχυρίαση [-ις], ἡ ὑποθήκευση [-ις]·2. (предмет залога) τό ἐνέχυρο, ἡ ἐγγύηση [-ις], τ) ὑποθήκη / τό καπάρο (денежный):отдавать в \залогενεχυριάζω, βάζω ἐνέχυρο· выкупать из \залога ἐξαγοράζω τό ἐνέχυρο, ἀποσβήνω, ἐξαλείφω τήν ὑποθήκη· под \залог чего́-л. (о недвижимости) ὑποθηκεύω, βάζω ὑπο-θήκην освободить под \залог ἀπελευθερώνω μέ ἐγγύηση·3. перен ἡ ἐγγόηση [-ις]:\залог ми́ра ἡ ἐγγύηση τής είρήνης· \залог дружбы ἡ ἐγγύηση φιλίας· в \залог чего́-л. σάν ἐγγύηση.залог IIм грам. ἡ φωνή:действительный \залог ἡ ἐνεργητική φωνή· страдательный \залог ἡ παθητική φωνή· средний \залог ἡ μέση φωνή. -
3 гарантия
гарантия ж η εγγύηση το εγγυητικό с \гарантияей .на... με εγγύηση για...* * *жη εγγύηση; το εγγυητικόс гара́нтией на... — με εγγύηση για...
-
4 залог
залог 1-а α.1. εγγύηση•залог мира εγγύηση ειρήνης•
чистота залог здоровья η καθαριότητα είναι εγγύηση για την υγεία•
освободить под залогом απελευθερώνω με εγγύηση.
2. υποθήκη ενέχυρο, αμανάτι•отдать в залог βάζω υποθήκη.
|| καπάρος, προκαταβολή.3. τεκμήριο, δείγμα, εχέγγυο•залог дружбы δείγμα φιλίας.
залог 2-а α.(γραμμ.) διάθεση•действительный залог ενεργητική διάθεση•
возвратно-средний залог ουδέτερη διάθεση•
страдательный залог παθητική διάθεση.
залог 3-а α.(διαλκ.) πολυετή χέρσα εδάφη. -
5 поручительство
-а ουδ.εγγύηση•без -а χωρίς εγγύηση•
за -ом με εγγύηση•
под поручительство με εγγύηση.
-
6 закладная
η υποθήκη, η ομολογία, η εγγύηση* именная - ονομαστική -, - под недвижимость - εγγραφομένη επί ακινήτου περιουσίαςтаможенная - η εγγύηση (προς το τελωνείο για εξασφάλιση της καταβολής των δασμών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закладная
-
7 гарантийный
-
8 залог
I залог I м 1) (предмет) το ενέχυρο 2) перен.: \залог мира η εγγύηση της ειρήνης II залог II м гром. η φωνή* действительный (страдатель ный. средний) \залог η ενεργητική ( παθητική, μέση) φωνή* * *I м1) ( предмет) το ενέχυρο2) перен.II м грам.зало́г ми́ра — η εγγύηση της ειρήνης
действи́тельный (страда́тельный, сре́дний) зало́г — η ενεργητική (παθητική, μέση) φωνή
-
9 обеспечение
обеспечение с 1) (чём-л.) ο εφοδιασμός 2) (гарантия) η εξασφάλιση, η εγγύηση; социальное \обеспечение η κοινωνική πρόνοια* * *с1) (чём-л.) ο εφοδιασμός2) ( гарантия) η εξασφάλιση, η εγγύησηсоциа́льное обеспе́че́ние — η κοινωνική πρόνοια
-
10 гарантия
гарант||ияж ἡ ἐγγύηση [-ις]:с \гарантияией ἐγγυημένο, μέ ἐγγύηση. -
11 порука
пору́к||аж ἡ ἐγγύηση [-ις]· ◊ круговая \порука τό ἀλληλέγγυον, ἡ ἀλληλοκάλυψις εὐθυνών отпустить на \порукаи ἀπολύω ἐπἰ ἐγγυήσει· взять на \порукаи δίνω ἐγγύηση. -
12 порука
-
13 бонд
(залог, гарантия) η εγγύηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бонд
-
14 бондовый
(находящийся в залоге на таможенном складе) мор. της εγγύησης (κάτι που βρίσκεται ως εγγύηση στην αποθήκη εμπορευμάτων του τελωνείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бондовый
-
15 вид
1. (на чертеже) η όψη- - в разрезе - σε τομή- εν τομή2. мат. η μορφή 3. (колебаний, волн, импульсов) η μορφή 4. (внешний) η όψη, το παρουσιαστικό, η εμφάνισητο ύφος5. биол. το είδος 6. грам. η μορφ/ήсовершенный - глагола τετελεσμένη/στιγμιαία - του ρήματος (π.χ. ο αόριστος, παρακείμενος7. (на жительство) η άδεια παραμονής 8. (род, сорт, форма, состояние) η μορφή, το είδοςв письменном - е γραπτά, γραπτώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вид
-
16 залог
1. (обеспечение ссуды) η ενεχυ-ρίασ/η, η υποθήκευση, η εγγύηση 2. (предмет) το ενέχυρο, η υποθήκη 3. грам. η διάθεση, η φωνή 4. (с - χ.) см. залежь (во 2 знач).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > залог
-
17 качество
(свойство) η ποιότητ/αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > качество
-
18 лицо
1. (человек, личность) το πρόσωπο, το άτομο---которому предоставлено право - στον οποίο έχει δοθεί/παραχωρήθηκε το δικαίωμα2. (человека) το πρόσωπο 3. грам. το πρόσωπο 4 текст. η καλή πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лицо
-
19 обеспечение
1. (снабжение) о εφοδιασμός, η παροχή 2. (поддержка,помощь) η υποστήριξη, η ενίσχυση, η επιδότηση 3. (пре-дусмотрение возможности чего-л. или длячего-л.) η εξασφάλιση, η διασφάλιση, η πρόβλεψη 4. (ответственность за реализацию)η εγγύηση, ο έλεγχος 5. (ЭВМ)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обеспечение
-
20 платёж
η πληρώ μ/ή, η καταβολή του τιμήματοςв иностранной валюте - σε ξένο νόμισμα, выдача документов против - а έγγραφα έναντι - ήςналоженным - ом - με αντικαταβολή (C.O.D.)невзысканный - απλήρωτος -, εκκρεμής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платёж
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εγγύηση — η 1. βεβαιότητα, ασφάλεια, εξασφάλιση: Η φίρμα του εργοστασίου αποτελεί εγγύηση για την ποιότητα του προϊόντος. 2. χρηματικό ποσό ή οποιαδήποτε άλλη εξασφάλιση, που δίνεται από κάποιον σε άλλον για υποχρέωση που ανέλαβε ο πρώτος προς το δεύτερο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
ἐγγυήσῃ — ἐγγυήσηι , ἐγγύησις security fem dat sg (epic) ἐγγυάω give aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἐγγυάω give aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἐγγυάω give fut ind mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκαραντί — εγγύηση, εγγυημένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garanti Ι (μτχ. τού garantir «πιστοποιώ, διαβεβαιώνω»)] … Dictionary of Greek
εχέγγυος — ο (ΑΜ ἐχέγγυος, ον) 1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῡ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» επειδή πίστεψαν στην ποινή τού θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων,… … Dictionary of Greek
όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
διεγγυώ — διεγγυῶ ( άω) (Α) [εγγυώ] Ι. 1. δίνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου 2. υπόσχομαι 3. παρέχω εγγύηση, ασφάλεια 4. παρέχω ως ενέχυρο 5. υποθηκεύω την περιουσία μου II. διεγγυώμαι 1. παίρνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου 2. βρίσκω εγγυητή … Dictionary of Greek
κατεγγύη — κατεγγύη, ἡ (Α) εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῑν ἐκ τοῡ… … Dictionary of Greek
προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… … Dictionary of Greek
υπέγγυος — ο / ὑπέγγυος, ον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που δίνει εγγύηση, εγγυητής 2. (κατ επέκτ.) υπόλογος, υπεύθυνος νεοελλ. 1. (για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εγγύηση 2. φρ. «υπέγγυοι πρόσοδοι» πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το κράτος ως… … Dictionary of Greek
υπεγγύηση — η, Ν εγγύηση που δίνεται για άλλη εγγύηση με σκοπό την μεγαλύτερη εξασφάλιση τού δανειστή, αλλ. μετεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εγγύηση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεγγύησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek